- μειλιχόβουλος
- μειλιχό-βουλος, mild ratend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μειλιχόβουλος — μειλιχόβουλος, ὁ (Α) αυτός που σκέφτεται μειλίχια, πράος, ήπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + βουλος) < βουλεύομαι), πρβλ. υστερό βουλος] … Dictionary of Greek
μειλιχόβουλε — μειλιχόβουλος mild counselling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek